- γραφικοῦ
- γραφικόςcapable of drawingmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γραφοθεραπεία — η ειδική εκπαίδευση για τη θεραπεία διαταραχών τού γραφικού χαρακτήρα ή δυσχερειών στη γραφή. η ειδική εκπαίδευση για τη θεραπεία διαταραχών τού γραφικού χαρακτήρα ή δυσχερειών στη γραφή … Dictionary of Greek
ρομαντισμός — Πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αι. στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η λέξη romantic (από την οποία προέρχεται ο όρος), από την ισπανική romance,… … Dictionary of Greek
Αίγινα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μια από τις 12 κόρες του Ασωπού, μητέρα του Αιακού, πρώτου βασιλιά του νησιού Αίγινα. Άποψη της Παλαιοχώρας στην Αίγινα, μιας περιοχής με εκκλησίες και μοναστήρια, τα περισσότερα κατάλοιπα της εποχής των πειρατικών επιδρομών … Dictionary of Greek
писальныи — (1*) пр. Предназначенный для письма: и не можаше писати. трости писальнѣи не дѣиствующи. (τοῦ γραφικοῦ καλομου) ГБ к. XIV, 165б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
γλυπτογραφία — η η λήψη αποτυπώματος από βαθύτυπη πλάκα με φύλλο χαρτιού ή μετάλλου, χωρίς χρήση γραφικού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυπτός + γραφία < γραφος* (πρβλ. γαλλ. glyptographie)] … Dictionary of Greek
γραφή — Τεχνική που επινοήθηκε από τον άνθρωπο για να επικοινωνεί με τους άλλους και συνίσταται στην ορατή και σχετικά διαρκή αποτύπωση είτε του περιεχομένου, είτε, στις πιο εξελιγμένες φάσεις, της ίδιας της μορφής των γλωσσικών σημείων. Η πρώτη γ. ήταν… … Dictionary of Greek
γραφικότητα — Όρος που αρχικά σήμαινε ζωγραφικός και αναφερόταν σε ό,τι είχε σχέση με τη ζωγραφική. Αποτελεί μετάφραση της ιταλικής λέξης pittoresco. Σήμερα έχει αποκτήσει ευρύτερη έννοια και χρησιμοποιείται γενικά για να χαρακτηρίσει το απρόβλεπτο, εκείνο από … Dictionary of Greek
θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… … Dictionary of Greek
πάπυρος — (κύπειρος ο πάπυρος). Φυτό της οικογένειας των κυπειροειδών (μονοκοτυλήδονα) με στερεά στελέχη, όρθια και τριγωνικά, τα οποία φτάνουν σε ύψος τα 3 μ. Στην κορυφή κάθε στελέχους υπάρχουν τα φύλλα, τριχοειδή και γυρτά, που σχηματίζουν κομψές και… … Dictionary of Greek
πλαστογράφος — ο, ΝΜΑ αυτός που διαπράττει πλαστογραφία, αυτός που ασχολείται με την κατάρτιση πλαστών εγγράφων με την έντεχνη απομίμηση ξένου γραφικού χαρακτήρα ή διακριτικών συμβόλων, αποβλέποντας κυρίως σε προσωπικό όφελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστός + γράφος*] … Dictionary of Greek